ΚΥΠΡΟΣ
Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη,
στη Μακαρία τη γη,
στάζει το μέλι διαλεχτό σαν πρώτα; Ακόμα γίνεται
τ’ ολόγλυκο κρασί;
Η χαρουπιά η ολόχλωρη λέει τα παλιά και τ’ άξια
της αργυρής ελιάς;
Και τ’ αηδονάκι τραγουδεί στην ευωδιά του λάδανου
τα πάθη της καρδιάς;
Κ’ οι ακρογιαλές λαχταριστές, τ’ αραξοβόλια ολόβαθα
και τ’ ακροτόπια ορθά,
το καρτερούνε της θεάς το υπέρκαλο ξαγνάντεμα
και δεύτερη φορά;
Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την πολύχαλκη,
στην καρποφόρα γη,
ακόμα η Μοίρα της οργής, η Μοίρα όλων των όμορφων,
ξεσπάει και καταλεί;
Λυσσάει με την αναβροχιά, με την ακρίδα μαίνεται,
χτυπάει με τη σκλαβιά;
Στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβυσε;
Πέστε το εσείς, παιδιά!
Καλώς μας ήρθατε, παιδιά, και φέρτε, κελαϊδήστε μας
το ευγενικό νησί.
– Μεσ’ στη βαθειά της αγκαλιά μητέρα η Άσπρη θάλασσα
να κρύψη εσέ ζητεί.
Του κάκου στεριές, πέλαγα, λαοί τριγύρω σου ήμεροι
και βάρβαροι λαοί,
σ’ είδανε, σε ωρεχτήκανε, και κατά σε χυθήκανε
και Ασία και Αφρική.
Εσύ κρυφοζωντάνεψες, ωραίο νησί, και φύλαξες,
εσύ τα προσκυνάς,
της Ρωμιοσύνης τα είδωλα. της Ομορφιάς το είδωλο
και της Παλληκαριάς.
Και των Ελλάδων τα νεκρά ακρογιάλια γύρα φέρτε τα,
ξυπνήστε ένα βοριά,
απλώστε ένα τρικύμισμα, κι αστράφτε εμπρός και μέσα μας
τα ωραία, τα δυνατά.
Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Σ’ εσένα Κύπρο αέρινη,
ω Μακάρια γη,
πήγεν ο μέγας Έρωτας και χτύπησε, κι ανάβρισε
θαματουργή πηγή.
Στοιχειό ωργισμένο την πηγή βαθιά την καταχώνιασε.
Ω χέρι ονειρευτό,
που πάντα σε προσμένουμε, ξεσκέπασε, και φέρε μας
το αθάνατο νερό!
Καλώς μας ήρθατε; παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη,
στη Μακαρία γη,
στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβυσε.
Και ζη, και ζη, και ζη!
Κωστής Παλαμάς
[Kύπρoς, 1904]